- ὀψωνιασμός
- ὀψων-ιασμός, ὁ,A furnishing with provisions, Men.1050.2 supplies and pay of an army, Plb.1.66.7, 1.69.7, D.H.8.68.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οψωνιασμός — ὀψωνιασμός, ὁ (Α) [οψωνιάζω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού οψωνιάζω, προμήθεια τροφίμων 2. οι ζωοτροφές και ο μισθός τού στρατεύματος … Dictionary of Greek
ὀψωνιασμός — furnishing with provisions masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀψωνιασμοῦ — ὀψωνιασμός furnishing with provisions masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀψωνιασμούς — ὀψωνιασμός furnishing with provisions masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀψωνιασμῶν — ὀψωνιασμός furnishing with provisions masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀψωνιασμόν — ὀψωνιασμός furnishing with provisions masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οψωνισμός — ὀψωνισμός, ὁ (ΑΜ) [οψωνίζω] (δ. γρφ.) οψωνιασμός* … Dictionary of Greek